ἀπάλαμος

ἀπάλαμος
ἀ-πάλαμος, (1)eigtl. wer keine Hand hat, wer sich nicht zu helfen weiß, träg, ungeschickt. (2) wogegen nichts anzufangen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀπάλαμον — ἀπάλαμος helpless masc/fem acc sg ἀπάλαμος helpless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απάλαμνος — ἀπάλαμνος κ. ἀπάλαμος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει χέρια, ο αδέξιος 2. απρόσεκτος, απερίσκεπτος 3. (για πράξεις και λόγους) παράνομος, ανόσιος, υβριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (ουδ.) *παλάμα. Τύποι όπως ο απάλαμνος προϋποθέτουν ένα ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • νώνυμ(ν)ος — νώνυμ(ν)ος, ον (Α) 1. ανώνυμος, αφανής, άσημος («γενεήν γε θεοὶ νώνυμον ὀπίσσω θῆκαν», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που δεν έχει όνομα, ανώνυμος 3. αυτός που αγνοεί το όνομα κάποιου («οὐδέ τις ἔσται τῆς λυρικῆς Σαπφοῡς νώνυμος ἠέλιος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”